ψιλικῶν

ψιλικῶν
ψῑλικῶν , ψιλικός
of
fem gen pl
ψῑλικῶν , ψιλικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψιλικαντζής — ο θηλ. ψιλικαντζού 1. ο έμπορος ψιλικών, ο πωλητής ψιλικών. 2. αυτός που ζητάει να κερδίσει μικρά κέρδη σε βάρος των άλλων, πενταρολόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπορικάκι — το μικρό εμπορικό κατάστημα (ιδίως ψιλικών και ειδών χαρτοπωλείου), ψιλικατζίδικο …   Dictionary of Greek

  • εμπορικός — ή, ό (AM ἐμπορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ.,… …   Dictionary of Greek

  • μικρέμπορος — και μικρέμπορας, ο (Α μικρέμπορος) 1. μικρός έμπορος, έμπορος με μικρή επιχείρηση,που εργάζεται με μικρά κεφάλαια 2. έμπορος ψιλικών, ψιλικατζής, λειανοπωλητής, γυρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + έμπορος] …   Dictionary of Greek

  • μικρεμπόριο — το μικρό εμπόριο, εμπόριο που διεξάγεται με μικρά κεφάλαια, ιδίως εμπόριο ψιλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αν. Πολυζωίδη] …   Dictionary of Greek

  • ρυποπώλης — ὁ, Α πωλητής ψιλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + πώλης*. Η λ. αντί τού γρυτοπώλης*] …   Dictionary of Greek

  • ψιλικατζής — ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν 1. πωλητής ψιλικών, ιδιοκτήτης ψιλικατζήδικου 2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλικά + κατάλ. τζής* (πρβλ. ταξι τζής)] …   Dictionary of Greek

  • εμπορικάκι — το υποκοριστικό του εμπορικό (βλ. λ.), μικρό εμπορικό κατάστημα (ιδίως ψιλικών), ψιλικατζίδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπορικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο εμπόριο ή τον έμπορο (βλ. λ.) 2. το ουδ. ως ουσ., εμπορικό κατάστημα υφασμάτων, ειδών νεοτερισμού ή ψιλικών, εμπορικό κατάστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρεμπόριο — το εμπόριο που γίνεται με μικρά κεφάλαια, εμπόριο ψιλικών: Τελευταία επιδόθηκε στο μικρεμπόριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”